κόλαβρος

κόλαβρος
κόλαβρος, ὁ (AM)
μικρός χοίρος, γουρουνάκι
αρχ.
άσμα που συνόδευε τον χορό τού κολαβρισμού*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο θρακικής ή καρικής προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόλαβρος — a song to which the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάβρους — κόλαβρος a song to which the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάβρων — κόλαβρος a song to which the masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάβρῳ — κόλαβρος a song to which the masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλαβρον — κόλαβρος a song to which the masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος …   Dictionary of Greek

  • κολαβρεύομαι — (Α) [κόλαβρος] κολαβρίζω* …   Dictionary of Greek

  • κολάβρωι — κολάβρῳ , κόλαβρος a song to which the masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”